- ἀνθεμόεις
- ἀνθεμόεις, εντος (ἄνθος): flowery; λέβης, κρητήρ, ‘adorned with flowerwork,’ Od. 3.440, Od. 24.275. Cf. cut No. 98.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ανθεμόεις — ἀνθεμόεις, εσσα, εν (θηλ. και ἀνθεμόεις) (Α) 1. ο ανθισμένος, ο λουλουδιασμένος 2. (για τόπο) γεμάτος λουλούδια, λουλουδάτος 3. (για μεταλλικά σκεύη ή υφάσματα) ο στολισμένος, διακοσμημένος με λουλούδια … Dictionary of Greek
Ἀνθεμόεις — masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεμόεις — flowery masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεμόεν — ἀνθεμόεις flowery masc voc sg ἀνθεμόεις flowery neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεμόεντα — ἀνθεμόεις flowery neut nom/voc/acc pl ἀνθεμόεις flowery masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθεμεῦντας — Ἀνθεμόεις masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθεμοέντων — Ἀνθεμόεις masc gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεμοέντων — ἀνθεμόεις flowery masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθεμοῦντα — Ἀνθεμόεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθεμοῦντος — Ἀνθεμόεις masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθεμοῦς — Ἀνθεμόεις masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)